- ἐκλαμπρότατε
- ἔκλαμπροςvery brightmasc voc superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκλαμπρος — η, ο (AM ἔκλαμπρος, ον) 1. ολόλαμπρος, πολύ φωτεινός 2. (υπερθ. ότατος) τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έκλαμπρος ο στιλβαδάμας, το μπριγιάντι μσν. 1. ένδοξος,… … Dictionary of Greek
Μπενέκος, Ιωάννης — (Χουλιαράδες Ιωαννίνων 1910 –). Νομικός, ιστορικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος, αρχικά στη Θεσσαλονίκη και, στη συνέχεια, στην Αθήνα. Παράλληλα ασχολήθηκε και με την… … Dictionary of Greek